Χωροι & μνημεια Αρχαιολογικός χώρος Δωδώνης
Το μαντείο
Ο αρχαιολογικός χώρος της Δωδώνης εκτείνεται στην κοιλάδα κάτω από το όρος Τόμαρος. Υπήρξε θρησκευτικό κέντρο λατρείας του Δία και το αρχαιότερο μαντείο στην ελληνική επικράτεια σύμφωνα με τον Ηρόδοτο αλλά και τις αναφορές στα ομηρικά έπη. Στη θέση είχε αναπτυχθεί μικρός προϊστορικός οικισμός της Εποχής του Χαλκού. Αρχικά λατρευόταν η Μεγάλη θεά, θεότητα της ευφορίας και της γονιμότητας, συνδεδεμένη με τη δενδρολατρεία και τη μαντική. Η νέα θρησκεία του Δία συγχωνεύθηκε με την παλαιά και ο θεός του ουρανού λατρεύτηκε ως ζεύγος με την χθόνια θεά, η οποία έκτοτε ονομάστηκε Διώνη. Η εμβέλεια του ιερού πιστοποιείται από τα αναθήματα των προσκυνητών που προερχόταν από διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου.
Η χρησμοδοσία γινόταν μέσω της ερμηνείας των ήχων, φυσικών και μη, που συνδέονταν με την ιερή βελανιδιά: από το θρόισμα των φύλλων της, από το κελάρυσμα του νερού που ανάβλυζε από τις ρίζες του ή το τιτίβισμα των περιστεριών που φώλιαζαν στα κλαδιά του. Επίσης, από τον ήχο των χάλκινων λεβήτων που είχαν τοποθετηθεί στον κορμό του ή της Κερκυραίων μάστιγας, της περίφημης χάλκινης κατασκευής που οι Κερκυραίοι ανέθεσαν στο ιερό τον 4ο αι. π.Χ. Τα ερωτήματα των προσκυνητών καταγράφονταν σε μολύβδινα πινάκια, τα οποία βρέθηκαν κατά χιλιάδες και τα οποία αποτελούν πηγή πολύτιμων πληροφοριών για την πολιτική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, την κοινωνία και το δίκαιο, τη γλώσσα αλλά και την καθημερινή ζωή και τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Τα μνημεία
Ως το τέλος του 5ου αι. π.Χ. το ιερό της Δωδώνης είχε υπαίθρια μορφή και οι θρησκευτικές λειτουργίες πραγματοποιούνταν γύρω από την ιερή βελανιδιά (φηγός). Μόλις στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. κτίστηκε ένας μικρός ναός του Δία. Η μεγαλύτερη άνθηση του ιερού σημειώθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., επί βασιλέως Πύρρου, ο οποίος εφάρμοσε ένα μεγαλεπήβολο οικοδομικό πρόγραμμα με την ανέγερση νέων οικοδομημάτων που αποδόθηκαν στη λατρεία της Θέμιδας, της Αφροδίτης και του Ηρακλή. Παράλληλα, η κατασκευή δημόσιων οικοδομημάτων (βουλευτηρίου, πρυτανείου και θεάτρου) διεύρυνε τον χαρακτήρα του χώρου, ως διοικητικού κέντρου των Ηπειρωτών και χώρου τέλεσης των Ναΐων, αγώνων προς τιμή του Δία. Μετά την καταστροφή του από τους Αιτωλούς το 219π.Χ., το ιερό επισκευάστηκε και απέκτησε την τελική μνημειακή μορφή του με την ανοικοδόμηση στοών και περιβόλου. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 167 π.Χ. το οικοδομήματα συνέχισαν να λειτουργούν, ενώ η ορχήστρα του θεάτρου μετατράπηκε σε αρένα. Το μαντείο συνέχισε να προσελκύει πιστούς μέχρι το 4ο αι. μ.Χ., οπότε κόπηκε η ιερή βελανιδιά και στη θέση των αρχαίων ερειπίων, ανιδρύθηκε τρίκλιτη χριστιανική βασιλική.
Έργα ανάδειξης
Τα έργα προστασίας και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και είχαν δύο άξονες: α) τη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου με τον εκσυγχρονισμό των υποδομών (κτίρια υποδοχής και εξυπηρέτησης επισκεπτών, δίκτυα κοινής ωφέλειας και δίκτυο διαδρομών και β) τη συντήρηση και αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου το οποίο εμφάνιζε εκτεταμένες φθορές, απόρροια, κυρίως, του επισφαλούς αρχαίου υλικού. Πρωταρχική μέριμνα ήταν η εκπόνηση σειράς μελετών αποτύπωσης, τεκμηρίωσης, συντήρησης και αναστήλωσης, οι οποίες εφαρμόστηκαν ξεκινώντας πιλοτικά από την πρώτη ανατολική κερκίδα της α’ ζώνης. Μετά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του πιλοτικού προγράμματος, οι εργασίες συνεχίζονται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. Σήμερα έχει ολοκληρωθεί η αποκατάσταση των κερκίδων και των αναλημμάτων του κάτω διαζώματος.
Παρασκευή Γιούνη – Χαρά Καππά